ΙΚΤΕΡΟΣ ΚΑΙ ΜΗΤΡΙΚΟΣ ΘΗΛΑΣΜΟΣ – ΝΕΑ ΜΕΛΕΤΗ
Νέα Υόρκη (Reuters Health) – Σύμφωνα με πολύ πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό PEDIATRICS, ένα αρκετά σημαντικό ποσοστό, έως και 30% των μωρών που θηλάζουν, αναμένεται να έχουν ίκτερο τρεις έως και τέσσερις εβδομάδες μετά τον τοκετό. Ο λόγος που οδήγησε τους ερευνητές να διεξάγουν αυτή τη τόσο σημαντική μελέτη είναι απλός. Έως σήμερα δεν υπήρχαν πραγματικά, επιστημονικά δεδομένα που να προσδιορίζουν, σε περίπτωση νεογνικού ίκτερου σε μωρά που θηλάζουν, τι είναι φυσιολογικό και τι όχι. Ενώ δηλαδή είναι γνωστό στην επιστημονική κοινότητα το γεγονός ότι τα μωρά που θηλάζουν είναι πιθανό να έχουν ίκτερο για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ό, τι τα μωρά που τρέφονται με γάλα σε σκόνη, η συχνότητα του ίκτερου στα μωρά αυτά, δεν είχε επαρκώς μελετηθεί. «Ο κύριος λόγος για τη διεξαγωγή της μελέτης ήταν ότι κανείς δεν είχε πραγματικά δεδομένα,» δήλωσε ο Δρ Maisels, επικεφαλής της μελέτης σε μια συνέντευξη του.
Ο Δρ Maisels και οι συνεργάτες του εξέτασαν διαδερμικά τη χολερυθρίνη (TCB) και κάποιους ακόμα δείκτες κατά τον πρώτο μήνα της ζωής σε ένα δείγμα από 1.044 βρέφη που είχαν θηλάσει κατά κύριο λόγο, δηλαδή κανένα από αυτά, εάν και εφόσον χρειάστηκε, δεν έλαβαν περισσότερα από ένα μπουκάλι ξένο γάλα την ημέρα. Τα αποτελέσματα έχουν ως εξής:
Στις 21 ημέρες, το 43% των βρεφών είχαν επίπεδα TCB 5 mg / dL ή υψηλότερο και το 34% είχε κλινικό ίκτερο. Στις 28 ημέρες, το 34% των βρεφών είχαν επίπεδα TCB 5 mg / dL ή παραπάνω και το 21% είχε ίκτερο. Ενώ οι ερευνητές βρήκαν μια ισχυρή συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων της χολερυθρίνης TCB και το σκορ κάθε βρέφους όσον αφορά τον ίκτερο, κάθε σκορ παρόλα αυτά σχετίστηκε με ένα ευρύ φάσμα των επιπέδων TCB.
Ένα σκορ που συνδέτεται με μία ζώνη με μηδενικό ίκτερο, ένα σκορ δηλαδή που δηλώνει ότι δεν υπάρχει ίκτερος, είναι ένα «χρήσιμο αρνητικό προγνωστικό,” ο Δρ Maisels σημειώνει, ενώ ένα σκορ 3 ή 4 ή υψηλότερο σημαίνει ότι τα επίπεδα της χολερυθρίνης του βρέφους θα πρέπει να ελέγχονται. Ότιδήποτε ενδιάμεσο είναι λίγο πολύ εικασία,” είπε χαρακτηριστικά.
Με βάση τα ευρήματα, πρόσθεσε, οι παιδίατροι μπορούν με σιγουριά να συμβουλέψουν τους γονείς ότι ένας ίκτερος σε μωρά δύο έως τριών εβδομάδων που θηλάζουν, δεν είναι καθόλου ανησυχητικός. Απλά, αυτό που πρέπει σίγουρα να αποκλεισθεί σε ένα μωρό που έχει παρατεταμένο ίκτερο είναι η ατρησία χοληφόρων. Αυτό μπορεί να ελεγχθεί με τη δοκιμή των επιπέδων στο αίμα της συζευγμένης χολερυθρίνης, η οποία συσσωρεύεται στο αίμα σε μωρά με αυτή την κατάσταση.
Ο ίδιος και οι συνεργάτες του καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τα ευρήματα «πρέπει να έχουν πρακτική αξία για τους επαγγελματίες υγείας που ασχολούνται με νεογέννητα και καθησυχαστική για τους γονείς των βρεφών που εξακολουθούν να εμφανίζουν ίκτερο στην ηλικία των τεσσάρων εβδομάδων.”
Σε κάθε περίπτωση, ο νεογνικός ίκτερος εφόσον παρουσιαστεί, ακόμα και στην πιο ακίνδυνη και αθώα του μορφή, αν μη τι άλλο κλονίζει τη ψυχολογία των νέων γονέων. Ίσως λοιπόν είναι καλό το θέμα ίκτερος, και πιο συγκεκριμένα το θέμα ίκτερος και θηλασμός, να συζητηθεί αναλυτικά από το γιατρό και τη μαία πριν τον τοκετό. Πληροφορίες όπως α) ποια είναι η πολιτική του μαιευτηρίου για τον ίκτερο, β) πότε ο ίκτερος θεωρείται σοβαρός και πότε όχι, καθώς και γ)ποια είναι η στάση και η στήριξη που προσφέρει το μαιευτήριο στο μητρικό θηλασμό, είναι καλό να αναλύονται πριν το τοκετό.
Ένα πλάνο τοκετού που να συμπεριλαμβάνει και “θα ήθελα εφόσον είναι εφικτό” σχετικά με τον ίκτερο επίσης είναι μια καλή ιδέα.
Σε κάθε περίπτωση, ο ίκτερος, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, δεν αποτελεί λόγο για να μη θηλάσει μια γυναίκα. Το μητρικό γάλα είναι η ιδανική τροφή για ένα μωρό, και όπως έδειξε η μεγάλη αυτή μελέτη, δεν υπάρχει κανένας λόγος πανικού, εάν ένα μωράκι που θηλάζει αποκλειστικά έχει ίκτερο ακόμα και περίπου ένα μήνα μετά τη γέννα, δεδομένου πως έχουν αποκλεισθεί σοβαρές πιθανές αιτίες.
Ένας επιτυχημένος, ανεμπόδιστος θηλασμός, με συχνότητα και διάρκεια πρέπει να αποτελεί κοινή προσπάθεια όλων μας, ώστε καμία μητέρα να μη σταματήσει αναίτια το θηλασμό λόγω ίκτερου, σε περιπτώσεις που δεν υπάρχει ιατρικώς τεκμηριωμένη αιτία.