Έρευνα δείχνει ότι ο θηλασμός οδηγεί σε μακροπρόθεσμες μεταβολικές αλλαγές στη μητέρα
Η αξία του μητρικού θηλασμού αναγνωρίζεται για πολλά και σημαντικά οφέλη που προσφέρει στην αμυντική θωράκιση του βρέφους και τη γενικότερη υγεία του αλλά και στο μοναδικό δέσιμο μητέρας παιδιού. Φαίνεται όμως ότι τα οφέλη είναι εξίσου σημαντικά και για τη θηλάζουσα μαμά, καθώς οι διαπιστώσεις μίας πρόσφατης έρευνας δείχνουν σημαντικές μακροπρόθεσμες μεταβολικές αλλαγές και στη μητέρα. Πιο συγκεκριμένα, διεπιστημονική ομάδα, στο Helmholtz Zentrum του Μονάχου, μελέτησε το μεταβολισμό γυναικών με διαβήτη κύησης μετά τον τοκετό, διαπιστώνοντας ότι ο θηλασμός, για διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών, επέφερε μακροπρόθεσμες αλλαγές στο μεταβολισμό. Σύμφωνα με επίσημα στατιστικά στοιχεία, το 4% των εγκύων στη Γερμανία αναπτύσσουν διαβήτη κύησης. Παρά το γεγονός ότι τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα της μητέρας επιστρέφουν σε φυσιολογικά επίπεδα μετά τον τοκετό, μια στις δύο μητέρες που εμφάνισαν διαβήτη κύησης αναπτύσσει διαβήτη τύπου 2, μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια. Έχει αποδειχθεί ότι ο θηλασμός μπορεί να μειώσει αυτόν τον κίνδυνο κατά 40%, αλλά δεν έχει ακόμα κατανοηθεί ο προστατευτικός αυτός μηχανισμός.
Διαβάστε σχετικά:
Έχω διαβήτη. Τι πρέπει να γνωρίζω πριν μείνω έγκυος;
Σε προηγούμενη μελέτη, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ο θηλασμός, για διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών μετά τον τοκετό, έχει προστατευτική επίδραση στην υγεία της μητέρας, η οποία διαρκεί έως και 15 χρόνια μετά το διαβήτη κύησης. Στις πρόσφατες αναλύσεις τους, οι επιστήμονες εξέτασαν σχεδόν 200 γυναίκες, οι οποίες είχαν αναπτύξει διαβήτη κύησης και είχαν, κατά μέσο όρο, γεννήσει τριάμισι χρόνια νωρίτερα. Οι συμμετέχουσες στη μελέτη έλαβαν ένα τυποποιημένο διάλυμα γλυκόζης, αφού τους είχε γίνει ήδη αιμοληψία, αλλά έγινε και άλλη λήψη αίματος κατά τη διάρκεια της μελέτης. Οι επιστήμονες, στη συνέχεια, σύγκριναν τα δείγματα με βάση 156 διαφορετικούς μεταβολίτες.
Οι ερευνητές παρατήρησαν ότι οι μεταβολίτες, στις γυναίκες που είχαν θηλάσει για περισσότερο από τρεις μήνες, διέφεραν σημαντικά από αυτούς των γυναικών που είχαν μικρότερες περιόδους θηλασμού. Οι μεγαλύτερες περίοδοι θηλασμού συνδέθηκαν με αλλαγές στην παραγωγή φωσφολιπιδίων και με χαμηλότερες συγκεντρώσεις αμινοξέων διακλαδισμένης αλυσίδας στο πλάσμα του αίματος της μητέρας. Αυτό είναι ενδιαφέρον, καθώς οι συγκεκριμένοι μεταβολίτες συνδέθηκαν και σε προηγούμενες μελέτες με την αντίσταση στην ινσουλίνη και το διαβήτη τύπου 2.
Τα ευρήματα της μελέτης φωτίζουν, κατά κάποιο τρόπο, πτυχές του μεταβολισμού που σχετίζονται με διάφορες παθήσεις, οι οποίες επηρεάζονται από το θηλασμό και θα μπορούσαν να είναι βασική αιτία της προστατευτικής του δράσης. Ο θηλασμός, σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι μια οικονομικά αποδοτική παρέμβαση, που έχει ως στόχο να μειώσει το μακροπρόθεσμο κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη τύπου 2 στις γυναίκες με διαβήτη κύησης.
Στο μέλλον, οι επιστήμονες αναμένεται να εξετάσουν τρόπους να μεταφράσουν αυτή τη γνώση σε συγκεκριμένες θεραπευτικές προτάσεις.
Μέχρι τότε, οι γυναίκες που είναι έγκυοι ή υπάρχει η προοπτική της απόκτησης παιδιού στα σχέδιά τους, καλό θα είναι να θηλάσουν το μωρό τους, καθώς είναι μία σοφή, βιολογική διαδικασία, που ωφελεί και προστατεύει τη μητέρα και το παιδί και της οποίας, ολοένα, επιβεβαιώνεται από τα επιστημονικά δεδομένα η ασύγκριτη υπεροχή.
Σχετικά άρθρα:
Η κατανάλωση πατάτας πριν την εγκυμοσύνη συνδέεται με τον κίνδυνο διαβήτη κύησης
Ίκτερος και μητρικός θηλασμός – νέα μελέτη