Μερική μικροβιακή αποκατάσταση σε μωρά που γεννήθηκαν με καισαρική τομή
Ερευνητές από τη Νέα Υόρκη, την Καλιφόρνια και το Πουέρτο Ρίκο εφάρμοσαν πρόσφατα μία διαφορετική πρακτική σε μωράκια που γεννήθηκαν με καισαρική τομή: καθαρίζοντας τα από τα υγρά του πλακούντα, τα έφεραν σε επαφή με τα μητρικά κολπικά υγρά, σε μια προσπάθεια να διαπιστωθεί αν με τον τρόπο αυτό θα μπορέσουν και αυτά τα βρέφη να αναπτύξουν παρόμοια μικροβιακή χλωρίδα με εκείνη των βρεφών που γεννήθηκαν με κολπικό τοκετό.
Το γεγονός ότι τα βρέφη που γεννιούνται με καισαρική τομή δεν εκτίθενται στο μικροβιακό περιβάλλον του μητρικού κόλπου συνδέεται συχνά από τους ειδικούς με αυξημένο κίνδυνο ανοσολογικών και μεταβολικών διαταραχών.
Η ερευνητική πρακτική
Όπως ανέφεραν οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Jose Clemente της Ιατρικής Σχολής Icahn του Όρους Σινά, στο περιοδικό Nature Medicine, αυτή την εβδομάδα, εξέθεσαν τέσσερα μωρά που γεννήθηκαν με καισαρική τομή στα κολπικά υγρά της μητέρας τους κατά τη γέννηση και τα παρακολούθησαν επί 30 ημέρες. Συνέλεξαν, επίσης δείγματα από επτά μωρά που γεννήθηκαν με καισαρική τομή αλλά δεν εκτέθηκαν –όπως τα προηγούμενα– στο μικροβιακό περιβάλλον του μητρικού κόλπου και από επτά μωρά, τα οποία γεννήθηκαν με κολπικό τοκετό, καθώς και από τις μητέρες όλων των νηπίων.
Σε διαφορετικά χρονικά σημεία, ελέγχθηκε η σύνθεση του μικροβιακού περιβάλλοντος των μωρών με αλληλούχιση 16S rRNA και βρέθηκε ότι στα βρέφη που γεννήθηκαν με καισαρική αλλά είχαν εκτεθεί στα κολπικά υγρά της μητέρας τους, είχε μερικώς αποκατασταθεί και παρομοίαζε με αυτό των βρεφών που γεννήθηκαν με κολπικό τοκετό, μέσα σε διάστημα ενός μήνα.
“Σε μερικά είδη μικροβίων, η αποκατάσταση ήταν ουσιαστικά πλήρης, όμως σε άλλα είδη δεν είχε πραγματοποιηθεί,” δήλωσε στην εφημερίδα Los Angeles Times, ένας από τους συγγραφείς της μελέτης, ο Rob Knight, διευθυντής του Κέντρου Microbiome Innovation στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια.
Το αν υπάρχει όντως επίδραση στην υγεία παραμένει ακόμη ένα αναπάντητο ερώτημα. Η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Maria Dominguez-Bello από Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, ανέφερε στο Nature News ότι η ίδια και οι συνάδελφοί της ξεκινούν μία μεγαλύτερη μελέτη παρακολούθησης, στην οποία θα εγγραφούν 75 βρέφη και θα τα παρακολουθήσουν επί ένα έτος. Για να διαπιστωθεί, ωστόσο, εάν αυτή η διαδικασία έχει ή όχι κάποια επίδραση στην υγεία, η Δρ Dominguez-Bello τονίζει ότι θα πρέπει να εγγραφούν στη μελέτη 1.200 μωρά και να τα παρακολουθήσουν επί τρία έως πέντε χρόνια.