Οι υπογόνιμες γυναίκες που υποβάλλονται σε θεραπευτική λαπαροσκόπηση για ενδομητρίωση πρέπει να περιμένουν τουλάχιστον 7 μήνες πριν την εξωσωματική.
Ό,τι καλύτερο για την υγεία σου
BLOG
Οι υπογόνιμες γυναίκες που υποβάλλονται σε θεραπευτική λαπαροσκόπηση για ενδομητρίωση πρέπει να περιμένουν τουλάχιστον 7 μήνες πριν την εξωσωματική.
Οι πολύποδες της μήτρας είναι μικρά ογκίδια που εκτείνονται μέσα στην κοιλότητα της μήτρας, σε σύνδεση με το ενδομήτριο, το εσωτερικό δηλαδή της τοίχωμα. Προέρχονται από την ανώμαλη ανάπτυξη των κυττάρων του ενδομητρίου, για το λόγο αυτό αποκαλούνται και ενδομητρικοί πολύποδες.Οι πολύποδες της μήτρας μπορεί να διαφέρουν σε μέγεθος και να κυμαίνοται από λίγα χιλιοστά σε πολλά εκατοστά, ανάλογα και με το πόσο έγκαιρα πραγματοποιείται η διάγνωση τους.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα ερευνών, η διαβίωση σε μεγαλουπόλεις με μεγάλη ατμοσφαιρική ρύπανση μπορεί να έχει αρνητική επίδραση, στην επιτυχία των θεραπειών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, όπως είναι η εξωσωματική γονιμοποίηση.
Η μόλυνση του αέρα δεν είναι παράγοντας της καθημερινότητας που μπορεί ένα ζευγάρι να ελέγξει, όταν βρίσκεται στην προσπάθεια επίτευξης μιας εγκυμοσύνης. Αν και είναι εφικτό να αυξήσουμε οι πιθανότητας γονιμοποίησης ενισχύοντας την υγεία και την αναπαραγωγική ικανότητα, μέσω της λήψης βιταμινών και της υιοθέτησης ενός υγιεινού τρόπου ζωής, δεν είναι πάντα εφικτό να επιλέξουμε τις συνθήκες του τόπου διαβίωσης μας. Έχετε όμως σκεφτεί ποτέ , πώς μπορεί η ατμοσφαιρική ρύπανση να επηρεάσει τα αποτελέσματα μίας προσπάθειας εξωσωματικής γονιμοποίησης;
Μελέτη που διεξήχθη από το College of Medicine στο Penn State, στην οποία έλαβαν μέρος περισσότερες από 7000 γυναίκες, κατέληξε στο ότι οι γυναίκες που ζουν σε περιβάλλοντα με υψηλές τιμές ατμοσφαιρικής ρύπανσης και εισπνέουν σε μόνιμη βάση καυσαέρια και τοξικά κατάλοιπα, εμφανίζουν 25% λιγότερες πιθανότητες να επιτύχουν μία εγκυμοσύνη, μετά από ένα κύκλο εξωσωματικής γονιμοποίησης, σε σχέση με γυναίκες που ζουν σε περιοχές με λιγότερη ατμοσφαιρική ρύπανση. Για να καταλήξουν σε αυτό το ιδιαίτερα σημαντικό αποτέλεσμα, οι επιστήμονες μελέτησαν τα ποσοστά επιτυχίας σε κύκλους εξωσωματικής γονιμοποίησης, καθώς και τα επίπεδα έκθεσης σε ατμοσφαιρικούς ρύποuς, των γυναικών που έκαναν IVF.
Αν και οι επιστήμονες δεν έχουν καταλήξει με ακρίβεια στο ποια είναι τα αίτια που η ατμοσφαιρική ρύπανση μπορεί να επιδρά αρνητικά στην επιτυχία μίας εξωσωματικής γονιμοποίησης, θεωρούν ότι τα τοξικά αέρια, ως ορμονικοί διαταράκτες εμποδίζουν τη φυσιολογική παραγωγή ορμονών, αλλά και τη λειτουργία των κυττάρων του γυναικείου αναπαραγωγικού συστήματος. Επιπλέον, πιστεύουν ότι οι αναθυμιάσεις μπορούν ενδεχομένως να εμποδίζουν τη ροή του αίματος στη μήτρα ή στον αναπτυσσόμενο πλακούντα, και να δημιουργούν προβλήματα στην ομαλή έκβαση της εγκυμοσύνης.
Μέχρι στιγμής, τα δεδομένα της έρευνας για το θέμα αυτό βρίσκονται σε αρχικό στάδιο και σίγουρα είναι απαραίτητη η περαιτέρω διερεύνηση για τον προσδιορισμό των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στη γονιμότητα.
Για το λόγο αυτό, οι γιατροί προτρέπουν τις γυναίκες να μην πανικοβάλλονται σε σχέση με τις επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην επιτυχία της εξωσωματικής γονιμοποίησης. Ωστόσο, αν κάποια γυναίκα που πρόκειται να ακολουθήσει μία θεραπεία υπογονιμότητας με εξωσωματική γονιμοποίηση, ζει σε μια περιοχή με αυξημένη ατμοσφαιρική ρύπανση, θα είναι καλό να ενημερώσει το γιατρό της, ο οποίος θα τη συμβουλέψει, ώστε να μειώσει στο βαθμό που είναι δυνατό, τις αρνητικές επιπτώσεις.
Διαβάστε επίσης: Εξωσωματική Γονιμοποίηση: Η αραίωση του αίματος μειώνει δραστικά τις πιθανότητες αποβολής και αυξάνει τις πιθανότητες σύλληψης.
Η πραγματοποίηση ενός κύκλου εξωσωματικής γονιμοποίησης από μια γυναίκα δεν αυξάνει τον κίνδυνο να αναπτύξει καρκίνο του μαστού αργότερα στη ζωή της, όπως διαπιστώνει μια νέα ευρεία έρευνα, που διεξήχθη στην Ολλανδία και δίνει απάντηση σε μύθους που συχνά προβλημάτιζαν γυναίκες που έπρεπε να ακολουθήσουν τη μέθοδο της εξωσωματικής για να αποκτήσουν ένα μωρό.
Η σηματική έρευνα
Πιο συγκεκριμένα, στην έρευνα, εξετάστηκαν πάνω από 25.000 γυναίκες που είχαν υποβληθεί σε θεραπεία εξωσωματικής γονιμοποίησης, 21 χρόνια νωρίτερα κατά μέσο όρο. Αυτή η μελέτη επιβεβαιώνει άλλες προηγούμενες, συμπεριλαμβανομένης μιας ευρείας έρευνας του 2013, στις ΗΠΑ, που μελέτησε 87.000 γυναίκες, οι οποίες δεν έδειξαν αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του μαστού.
Ο καρκίνος του μαστού μπορεί να προκληθεί από την έκθεση στις φυσικές ορμόνες οιστρογόνων και της προγεστερόνης, καθώς και από συνθετικές εκδοχές των ορμονών. Επειδή η εξωσωματική γονιμοποίηση περιλαμβάνει βραχυπρόθεσμη έκθεση σε υψηλά επίπεδα αυτών των ορμονών, κρίθηκε ότι ήταν σημαντικό να εξεταστεί ο πιθανός κίνδυνος.
Διαβάστε ακόμα: Νέα ανακάλυψη βοηθά στην επιλογή των καταλληλότερων ωαρίων στην εξωσωματική
Τα στοιχεία της μελέτης
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό της American Medical Association, εξέτασε 25.108 γυναίκες που είχαν υποβληθεί σε θεραπεία υπογονιμότητας μεταξύ 1983 και 1955. Από αυτές, οι 19.158 είχαν υποβληθεί σε θεραπεία εξωσωματικής γονιμοποίησης και οι 5950 είχαν υποβληθεί σε άλλες θεραπείες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Βρέθηκαν στο σύνολο 948 περιπτώσεις καρκίνου του μαστού -ποσοστό 3%- και στις δύο ομάδες.
Η μελέτη σκόπιμα σύγκρινε γυναίκες που είχαν υποβληθεί σε θεραπεία υπογονιμότητας, διότι μπορεί να υπάρχει σχέση μεταξύ της ίδιας της υπογονιμότητας και του καρκίνου. Για παράδειγμα, το περασμένο έτος, μια μελέτη διαπίστωσε οι γυναίκες που είχαν χρησιμοποιήσει τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής είχαν κατά 33% περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν καρκίνο των ωοθηκών, αλλά αυτό πιστεύεται ότι συμβαίνει επειδή η υποκείμενη αιτία της υπογονιμότητας αυξάνει επίσης τον κίνδυνο του καρκίνου.
Η ίδια ερευνητική ομάδα, του Netherlands Cancer Institute, στο Άμστερνταμ, έχει ήδη διαπιστώσει ότι δεν υπάρχει καμία σύνδεση μεταξύ IVF και καρκίνου του παχέος εντέρου όπως επίσης και καρκίνου του ενδομητρίου.
Αν και οι γυναίκες παρακολουθήθηκαν κατά μέσο όρο 21 χρόνια, η μέση ηλικία τους, στο τέλος της μελέτης, ήταν περίπου 54 ετών. Αυτό επισημαίνεται επειδή η πλειονότητα των καρκίνων του μαστού δεν εκδηλώνονται μέχρι αυτή την ηλικία αλλά μετά από αυτήν. Επιπλέον, η σύγχρονες θεραπείες εξωσωματικής γονιμοποίησης διαφέρουν σημαντικά από εκείνες που εφαρμόζονταν στη δεκαετία του ’80 και του ’90. Άρα, τα αποτελέσματα της μελέτης μπορεί να μην ισχύουν καν για τις τρέχουσες θεραπευτικές αγωγές, που είναι πιο προηγμένες και πιο ασφαλείς.
Η μελέτη διαπίστωσε, τέλος, ότι οι γυναίκες που είχαν υποβληθεί σε επτά ή περισσότερους κύκλους εξωσωματικής γονιμοποίησης είχαν σημαντικά μειωμένο κίνδυνο εκδήλωσης καρκίνου του μαστού σε σύγκριση με όσες είχαν υποβληθεί σε έναν ή δύο κύκλους. Η φτωχή ανταπόκριση στον πρώτο κύκλο της εξωσωματικής γονιμοποίησης συσχετίστηκε, επίσης, με μειωμένο κίνδυνο εκδήλωσης καρκίνου του μαστού.
Το σίγουρο είναι ότι οι μελέτη θα προχωρήσει τα συμπεράσματά της, καθώς συνήθως γίνονται περαιτέρω έρευνες για εξαγωγή και επιμέρους συμπερασμάτων. Το σημαντικό είναι ότι δίνεται μία ξεκάθαρα αρνητική απάντηση σε όσες γυναίκες ενδιαφέρονται να μπουν στη διαδικασία της εξωσωματικής γονιμοποίησης και τις καθησυχάζει ότι δε διατρέχουν κίνδυνο να αυξηθούν, λόγω της IVF, οι πιθανότητες εκδήλωσης καρκίνου του μαστού.
Σχετικά άρθρα:
Τα στάδια της εξωσωματικής γονιμοποίησης
Αναπαραγωγή στα 30, στα 40, ή στα 50: υπεύθυνες αλήθειες και επικίνδυνα ψέματα
Καρκίνος του μαστού: γιατί είναι πολύτιμη η πρώιμη διάγνωση;
Σύμφωνα με μία νέα μελέτη, περίπου τα μισά ζευγάρια που αντιμετωπίζουν υπογονιμότητα θα μπορούσαν να αυξήσουν κατά πολύ τις πιθανότητες σύλληψης με τη χρήση ηπαρίνης. Οι επιστήμονες γνωρίζουν ήδη, ότι το 44% των ατόμων που κάνουν εξωσωματική γονιμοποίηση είναι φορείς μιας γονιδιακής μετάλλαξης που συνδέεται με αποβολές, επικίνδυνη πήξη του αίματος και προβλήματα στην ανάπτυξη του εμβρύου.
Στη νέα μελέτη, οι ερευνητές ισχυρίζονται ότι οι ενέσεις ηπαρίνης, που είναι ένα αντιθρομβωτικό φάρμακο, μπορούν να βοηθήσουν τα ζευγάρια που έχουν αγωνιστεί για χρόνια να αποκτήσουν παιδιά. Το φάρμακο αυξάνει τις πιθανότητες σύλληψης έως και 40% ανά κύκλο.
Η μελέτη διαπίστωσε επίσης ότι γενετικές μεταλλάξεις του άντρα μπορεί να προκαλέσουν αποβολή στη γυναίκα, καθώς η ανωμαλία περνάει στο έμβρυο και τελικά εμποδίζει την κανονική ανάπτυξη του πλακούντα και την ικανότητα του εμβρύου να στερεώνεται στη μήτρα, κάτι που ενδέχεται να οδηγήσει σε αποβολή.
Διαβάστε ακόμα:
Τα 6 πιο κοινά αίτια που μπορεί να οδηγήσουν σε αποβολή στην εγκυμοσύνη
Το μεταλλαγμένο γονίδιο, που ονομάζεται C4M2, προκαλεί πήξη του αίματος, η οποία τελικά οδηγεί σε αποβολή του εμβρύου από τον οργανισμό. Οι ειδικοί που ηγήθηκαν της έρευνας δήλωσαν ότι για πρώτη φορά απέδειξαν πως όταν εντοπίζεται αυτός ο γενετικός δείκτης, θα πρέπει να ακολουθείται θεραπεία.
Η χορήγηση της ηπαρίνης αρκετά νωρίς, όταν υπάρχουν ενδείξεις, μπορεί να βοηθήσει στην αποκατάσταση των γεννήσεων ζώντων μωρών σε γυναίκες που έχουν ιστορικό ανεπιτυχών κύκλων εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Η μελέτη εξέτασε 103 ζευγάρια, στα οποία ο ένας ή και οι δύο σύντροφοι εμφάνιζαν το συγκεκριμένο «δείκτη αποβολής» (C4M2), και η γυναίκα είχε χάσει το μωρό της σε εγκυμοσύνη μετα από έναν κύκλο εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Η ηπαρίνη χρησιμοποιείται ως αντιπηκτικό στην πρόληψη και τη θεραπεία θρόμβωσης και εμβολής. Είναι παρεντερικό αντιπηκτικό φάρμακο με ταχεία δράση. Επειδή τα σκευάσματα ηπαρίνης είναι αρκετά ευμεγέθη για να διασχίσουν τον πλακουντικό φραγμό, είναι τα προτιμώμενα αντιπηκτικά σε έγκυες γυναίκες. Τόσο η κλασική ηπαρίνη όσο και οι χαμηλού μοριακού βάρους ηπαρίνες δε διέρχονται τον πλακούντα και συνεπώς θεωρούνται ασφαλείς για το έμβρυο. Επειδή η ηπαρίνη απορροφάται φτωχά από την γαστρεντερική οδό, συνήθως χορηγείται ενδοφλέβια ή υποδόρια.
Σε κάθε περίπτωση, επειδή αυτή η μελέτη αφορά ακόμα μικρό αριθμό περιστατικών, θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί με την όποια εφαρμογή της και να επιλέγουμε τα περιστατικά που θα πραγματοποιηθεί η εφαρμογή με απόλυτη εξατομίκευση. Γιατί δεν πρεπει να ξεχνάμε ότι η υπογονιμότητα αποτελεί πολυπαραγοντική νόσο και για το λόγο αυτο απαιτείται σωστή διερεύνηση και διάγνωση για να είναι αποτελεσματική μία θεραπεία.
Σχετικά άρθρα:
Φάρμακα στην κύηση
Διερεύνηση υπογονιμότητας
Μια εκπληκτική άνοδος επιπέδων ψευδαργύρου λαμβάνει χώρα κατά τη σύλληψη, όταν ένα ωάριο ενεργοποιείται από ένα σπερματικό ένζυμο. Με την παρατήρηση και τη μέτρηση του ψευδαργύρου, μπορούμε να έχουμε ένα άμεσο μέτρο της ποιότητας του ωαρίου και της ικανότητά του να αναπτυχθεί ομαλά ως έμβρυο, σύμφωνα με νέα έρευνα από Northwestern Medicine.
Η δισφαινόλη Α είναι ένα βιομηχανικό χημικό που χρησιμοποιείται σε διάφορα καταναλωτικά προϊόντα, όπως τα μπουκάλια νερού, τα κουτιά αναψυκτικών και κονσερβών και το χαρτί των αποδείξεων. Όπως, δείχνουν πρόσφατες μελέτες, η έκθεση στη δισφαινόλη Α μπορεί να οδηγήσει σε έμβρυα χαμηλής ποιότητας κατά την αναπαραγωγή.
Η κατάψυξη ωαρίων σίγουρα είναι η σύγχρονη μέθοδος διατήρησης της γονιμότητας αλλά απαιτεί απόλυτη εξειδίκευση προκειμένου να είναι ασφαλής.
Η μέθοδος της Εξωσωματικής Γονιμοποίησης IVF περιλαμβάνει ουσιαστικά τέσσερα κύρια βήματα:
Πρόκληση ωοθυλακιορρηξίας: Έπιτυγχάνεται με φάρμακα (γοναδοτροπίνες) και στόχος είναι η λήψη περισσότερων ωαρίων που θα αυξήσουν τις πιθανότητες επιτυχημένης γονιμοποίησης. Κατά την διάρκεια της πρόκλησης γίνεται έλεγχος με εξετάσεις αίματος και υπερήχων των ωοθηκών και της μήτρας .
Ωοληψία: Τα ωάρια συλλέγονται με τη βοήθεια διακολπικού καθετήρα και υπερήχου και τη χρήση βελόνας αναρρόφησης υπό νάρκωση με τοπικό αναισθητικό.
Γονιμοποίηση: Την ημέρα της ωοληψίας ο άνδρας παράγει σπέρμα το οποίο αφού υποστεί επεξεργασία για την επίτευξη της βέλτιστης ποιότητας του, τοποθετείται σε ειδικό καλλιεργητικό υλικό μέσα σε τρυβλία για να γονιμοποιήσει το ωάριο.Την επόμενη ημέρα ελέγχεται το αν έχει επιτευχθεί η γονιμοποίηση.
Εμβρυομεταφορά: Τα έμβρυα τοποθετούνται στη μήτρα με τη βοήθεια ειδικού καθετήρα συνήθως 3 ημέρες μετά την ωοληψία. Ορισμένες φορές μεταφέρονται την 5η ημέρα στο στάδιο της βλαστοκύστης. Αν υπάρχει περίσσεια εμβρύων μπορούν να καταψυχθούν για πιθανή χρήση σε επόμενο κύκλο.
Τεστ Κύησης: 12 ημέρες μετά την εμβρυομεταφορά πραγματοποιείται μία εξέταση αίματος για Β- Χοριακή Γοναδοτροπίνη προκειμένου να διαπιστωθεί η θετική έκβαση της προσπάθειας εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Η θρομβοφιλία είναι μία κληρονομική ή επίκτητη κατάσταση που διαταράσσει την ισορροπία της αιμόστασης