Νέα έρευνα ενθαρρύνει τις μητέρες που θηλάζουν να αυξήσουν την πρόσληψη ψευδαργύρου και σιδήρου
Σύμφωνα με μία νέα έρευνα που δημοσιεύτηκε στο Nutrients φαίνεται ότι ακολουθώντας μια διατροφή πλούσια σε ψευδάργυρο και σίδηρο, οι θηλάζουσες μητέρες παράγουν γάλα υψηλότερης περιεκτικότητας σε αυτά τα ιχνοστοιχεία.
Η έρευνα αυτή, η πρώτη που μελετά τις συγκεντρώσεις του σιδήρου και του ψευδαργύρου στο ανθρώπινο γάλα σε συσχετισμό με άλλους παράγοντες όπως η ηλικία, η διατροφή και τα επίπεδα των θρεπτικών συστατικών στον οργανισμό, κατέληξε ότι η μητρική διατροφή επηρεάζει την περιεκτικότητα του γάλακτος θηλασμού σε σίδηρο και ψευδάργυρο.
«Τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι η διατροφή επηρεάζει την περιεκτικότητα σε σίδηρο και ψευδάργυρο στο ανθρώπινο γάλα, συστήνοντας ότι η εξασφάλιση επαρκούς πρόσληψης τροφίμων που είναι πλούσια στα συστατικά αυτά μπορεί να είναι ένας θετικός παράγοντας για τις συγκεντρώσεις τους στο ανθρώπινο γάλα» αναφέρουν οι ερευνητές στο Nutritients.
Η συχνότητα της κατανάλωσης κρέατος, λαχανικών και οσπρίων βρέθηκε ότι αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα που επηρεάζει τη συγκέντρωση ψευδαργύρου, ενώ για τα επίπεδα σιδήρου, ήταν το κρέας, τα ψάρια και τα θαλασσινά, τα λαχανικά, τα καρύδια και οι σπόροι που κάνουν τη διαφορά.
Τα ευρήματα είναι σημαντικά γιατί τόσο ο ψευδάργυρος όσο και ο σίδηρος παίζουν καθοριστικό ρόλο σε πολλές ψυχολογικές διεργασίες, ενώ η ανεπάρκεια και στα δύο συστατικά είναι μια ανησυχία για την υγεία κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης αλλά και στα παιδιά βρεφικής ηλικίας, ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Ο σίδηρος είναι μέρος της αιμοσφαιρίνης και ένα πολύ σημαντικό συστατικό για ποικιλία ενζύμων που είναι ζωτικής σημασίας για μια σειρά μεταβολικών διεργασιών του ανθρώπινου οργανισμού.
Ειδικά τα παιδιά βρεφικής ηλικίας είναι υπερευαίσθητα στις επιπτώσεις της ανεπάρκειας σιδήρου εξαιτίας της γρήγορης ανάπτυξης και της ανάπτυξης του εγκεφάλου.
Ο ψευδάργυρος διαδραματίζει έναν καταλυτικό ρόλο και στα έξι είδη ενζύμων ενώ έχει και σημαντική ανάμειξη και στη ρύθμιση της έκφρασης φύλου, στη μεταγωγή σήματος και στη νευρωνική μετάδοση.
Η ανεπάρκεια ψευδαργύρου στα παιδιά βρεφικής ηλικίας, μπορεί να έχει επιδράσεις όπως η καθυστερημένη ανάπτυξη, ενώ διακυβεύεται και η λειτουργία του ανοσοποιητικού τους συστήματος.
Ακόμη, έχουν ως αποτέλεσμα και αυξημένη θνησιμότητα από αναπνευστικές λοιμώξεις και διάρροια. Η ανεπάρκεια σιδήρου έχει αναφερθεί ότι είναι υπεύθυνη για το 4.4% των θανάτων σε παιδιά ηλικίας από έξι μηνών έως πέντε ετών.
Μολονότι η επίδραση των μητρικών παραγόντων στην ποιότητα και την ποσότητα του γάλακτος θηλασμού που παράγεται έχει μελετηθεί πολύ, η επίδραση της μητρικής διατροφής στις συγκεντρώσεις σιδήρου και μαγνησίου δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί επαρκώς ως προς τα ακριβή της αποτελέσματα. Αυτή η πιλοτική μελέτη λοιπόν, ερεύνησε τη σύνδεση ανάμεσα στους μητρικούς παράγοντες και στον σίδηρο και τον ψευδάργυρο στο ανθρώπινο γάλα.
Πως πραγματοποιήθηκε η έρευνα
Συλλέχθηκαν δείγματα γάλακτος από 32 υγιείς θηλάζουσες μητέρες, τέσσερις με έξι εβδομάδες μετά την ημέρα της γέννας.
Η διατροφή τους αξιολογήθηκε με δύο μεθόδους: Της προσωρινής και της συνηθισμένης πρόσληψης. Για την αξιολόγηση της προσωρινής πρόσληψης, ζητήθηκε από τις συμμετέχουσες να κρατήσουν διατροφικές καταγραφές για τρεις ημέρες μέχρι να ληφθεί το δείγμα του γάλακτός τους. Τα ερωτηματολόγια συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων χρησιμοποιήθηκαν μετά για να αξιολογηθεί η συχνότητα συγκεκριμένων τροφίμων για τους τρεις τελευταίους μήνες που προηγήθηκαν της έρευνας. Η διατροφική κατάσταση εκτιμήθηκε βάσει του δείκτη μάζας σώματος (BMI) και της ανάλυσης σύστασης σώματος.
Τα δείγματα γάλακτος συλλέχθηκαν μια μέρα πριν την ανάλυση της σύστασης σώματος και την τρίτη ημέρα της τριήμερης καταγραφής της διατροφής των θηλάζουσων μητέρων. Οι ερευνητές εκτίμησαν την καθημερινή ποσότητα του γάλακτος ζυγίζοντας τα βρέφη και οι συγκεντρώσεις του σιδήρου και του ψευδαργύρου στο γάλα προσδιορίστηκαν επαγωγικά με ένα σπεκτρόμετρο της μάζας πλάσματος.
Διεξάγοντας μια αναδρομική ανάλυση βασισμένη σε πολλές μεταβλητές, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι η ποσότητα του συνολικού μητρικού ψευδαργύρου και σιδήρου (διατροφή και συμπληρώματα) επηρεάστηκε θετικά από τις συγκεντρώσεις του ανθρώπινου γάλακτος.
Με την αξιολόγηση από τα δείγματα του αντίκτυπου συγκεκριμένων μεταβλητών στη συγκέντρωση σε σίδηρο του γάλακτος και στην πρόσληψη σιδήρου από τα παιδιά βρεφικής ηλικίας, βρέθηκε ότι: «Η συχνότητα κατανάλωσης τροφίμων που είναι πλούσια σε σίδηρο (κρέας, ψάρια και θαλασσινά, λαχανικά και όσπρια, καρύδια και σπόροι) και η συνολική μητρική πρόσληψη σιδήρου (διατροφή και συμπληρώματα), προσδιορίστηκαν ως κρίσιμοι παράγοντες που επηρεάζουν τη συγκέντρωση σιδήρου στο ανθρώπινο γάλα και στην πρόσληψη σιδήρου από τα παιδιά βρεφικής ηλικίας».
Οι ερευνητές είπαν ότι τα αποτελέσματα αυτά εκτιμούν ότι η ενίσχυση του μητρικού σιδήρου μπορεί να αυξήσει τη συγκέντρωσή του στο ανθρώπινο γάλα.
Ενώ τα συμπληρώματα σιδήρου μπορούν να περιορίσουν την απορρόφηση άλλων θρεπτικών συστατικών όπως ο ψευδάργυρος, στην έρευνα αυτή δεν φάνηκε να επηρεάζουν τα επίπεδα ψευδαργύρου στο αίμα.
Μια ανάλογη έρευνα με δείγματα ψευδαργύρου κατέληξε ότι «η συχνότητα κατανάλωσης κρέατος, λαχανικών και οσπρίων, καθώς και η συνολική πρόσληψη ψευδαργύρου επηρέασε τη συνολική συγκέντρωση του ανθρώπινου γάλακτος σε ψευδάργυρο».
Συνολικά, η έρευνα κατέληξε ότι η διατροφή της μητέρας επηρεάζει τα επίπεδα του σιδήρου και του ψευδαργύρου στο μητρικό γάλα. «Ενδιαφέρον είναι ότι βρέθηκε μια θετική συσχέτιση μόνο με τη συνολική διατροφική τους πρόσληψη (διατροφή και συμπληρώματα) υποδεικνύοντας ότι τα μητρικά συμπληρώματα μπορεί να είναι ένας θετικός παράγοντας για την ποσότητα σιδήρου και ψευδαργύρου στο ανθρώπινο γάλα», σημειώνουν.
Εφόσον η έρευνα διεξήχθη με μικρό δείγμα γυναικών, οι ερευνητές προτείνουν να διεξαχθούν και ευρύτερου βεληνεκούς μελέτες για να ερευνηθούν οι διατροφικοί παράγοντες που είναι συνδεδεμένοι με τις συγκεντρώσεις σιδήρου και ψευδαργύρου.