Αυξάνεται η γυναικεία γονιμότητα;

Η γυναικεία γονιμότητα, στη διάρκεια της ζωής μιας γυναίκας, μειώνεται ή μπορεί και να αυξάνεται;
Τα αποτελέσματα νέας έρευνας από το Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης στη Δανία μπορεί να φανούν χρήσιμα σε ζευγάρια που επιθυμούν να συλλάβουν ή σε γυναίκες που λαμβάνουν κάποια θεραπεία για την υπογονιμότητα.
Η γυναικεία γονιμότητα υπό το βλέμμα των ερευνητών
Οι μηχανισμοί που επηρεάζουν τη γονιμότητα της γυναίκας, από την εφηβεία μέχρι την εμμηνόπαυση, φαίνεται πως εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από κάποια φυσικά «λάθη» στα χρωμοσώματα, λάθη που διαφέρουν ανάλογα με την ηλικία. Αυτό είναι το συμπέρασμα νέας διεθνούς έρευνας που πραγματοποιήθηκε από ερευνητές του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης.
Η ομάδα, που αποτελείται από ερευνητές από μεγάλα πανεπιστήμια της Ευρώπης, κατέληξε στο συμπέρασμα έχοντας εξετάσει 3000 ωάρια από κορίτσια και γυναίκες ηλικίας από 9 έως 43 ετών.
«Γνωρίζαμε ήδη πως οι άνθρωποι έχουμε ο καθένας μια μοναδική καμπύλη γονιμότητας συγκριτικά με άλλα είδη. Η καμπύλη ξεκινά από πολύ χαμηλά στα εφηβικά χρόνια και αφού κορυφωθεί, αρχίζει και φθίνει σταδιακά όταν η γυναίκα φτάσει στα 30 της χρόνια. Μέχρι τώρα όμως, δεν γνωρίζαμε τι πραγματικά προκαλεί αυτές τις αλλαγές» εξηγεί η επικεφαλής της έρευνας και καθηγήτρια Eva Hoffmann από το Τμήμα Κυτταρικής και Μοριακής Ιατρικής του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης.
«Μοριακή κόλα»
Σε αντίθεση με τους άντρες, στους οποίους τα σπερματοζωάρια αρχίζουν να παράγονται στην εφηβεία, οι γυναίκες γεννιούνται με τον πλήρη αριθμό των ωαρίων που θα έχουν στη διάρκεια της ζωής τους. Ωστόσο, τα ωάρια αυτά είναι ανώριμα και αναπτύσσονται όταν αρχίσει ο έμμηνος κύκλος της νεαρής κοπέλας.
«Παρότι τα ωάρια είναι ανενεργά, ένα είδος μοριακής κόλας θα κάνει τα χρωμοσώματα να παραμείνουν ενωμένα μεταξύ
τους. Αργότερα, όταν τα ωάρια ωριμάζουν, τα χρωμοσώματα διαιρούνται. Όσο όμως μεγαλώνει η γυναίκα, τόσο αυξάνει ο κίνδυνος να σπάσει η κόλα πρόωρα» εξηγεί η Eva Hoffmann. Έτσι το γενετικό υλικό σκορπίζεται, με αποτέλεσμα λάθη σε
χρωμοσώματα που μπορεί, για παράδειγμα, να οδηγήσουν σε σύνδρομα όπως Down, Turner ή Kleinfelter. Ή, να γίνουν υπογόνιμα (κακής ποιότητας) τα ωάρια.
Αλλά και στις έφηβες, οι ερευνητές βρήκαν περισσότερα περιστατικά χρωμοσωμικών λαθών κατά την ωρίμανση των ωαρίων. Σε αυτή την περίπτωση, τα λάθη αυτά οφείλονται κυρίως στην αδυναμία ορισμένων ωαρίων να φτάσουν στο σωστό στάδιο
ωρίμανσης. Καθώς οι έφηβες γίνονταν νεαρές γυναίκες, οι ερευνητές παρατήρησαν πως τα ωάρια γίνονται πιο υγιή, ενώ τα χρωμοσωμικά λάθη σταδιακά εξαφανίστηκαν. Μια τάση που συνεχίστηκε ώσπου οι γυναίκες να φτάσουν στη δεκαετία των 20, μετά την οποία άρχισαν να παρουσιάζονται άλλοι τύποι χρωμοσωμικών λαθών.
Φαρδύτερα ισχία και γιαγιάδες
Οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν ακόμη τον ακριβή λόγο που η γυναικεία γονιμότητα αυξάνεται, κορυφώνεται και μειώνεται μέσα σε ένα συγκεκριμένο ηλικιακό εύρος. Συγκριτικά, το πιο κοντινό μας είδος, οι χιμπατζήδες, δεν βιώνουν με τον ίδιο τρόπο
όπως οι γυναίκες την εμμηνόπαυση, και η γονιμότητά τους κατά την ενήλικη ζωή είναι λίγο πολύ σταθερή.
Σύμφωνα με την Eva Hoffmann, η διαφοροποίηση της γονιμότητας κατά τη διάρκεια της «γόνιμης» ηλικίας στις γυναίκες μπορεί να σχετίζεται με δύο εξελικτικούς μηχανισμούς που αναπτύχθηκαν στον άνθρωπο. Αρχικά, ένας μηχανισμός που προστατεύει τις πολύ νέες γυναίκες από μια εγκυμοσύνη ώσπου να αναπτυχθεί πλήρως το σώμα τους – και έτσι να μπορούν να ολοκληρώσουν την κύηση πιο εύκολα χάρη, για παράδειγμα, στα φαρδύτερα ισχία που μειώνουν τους κινδύνους που σχετίζονται με τον
τοκετό.
Μια δεύτερη υπόθεση είναι πως αναπτύχθηκε ένας δεύτερος μηχανισμός που πιθανώς οδηγεί τις μεγαλύτερες γυναίκες να αναλαμβάνουν έναν νέο, υποστηρικτικό ρόλο ως γιαγιάδες όταν τα δικά τους παιδιά είναι σε ηλικία να αποκτήσουν απογόνους.
Μια θεωρία στην οποία ειδικοί από διάφορα ερευνητικά πεδία αναφέρονται ως «η υπόθεση της γιαγιάς».
Τι σημαίνουν όλα αυτά για τη γυναικεία γονιμότητα και την υπογονιμότητα
Η Eva Hoffmann επισημαίνει πως τα νέα αυτά αποτελέσματα μπορεί να χρησιμοποιηθούν για να κατανοήσουν οι επιστήμονες καλύτερα τη διαδικασία της εγκυμοσύνης και της αποβολής. Επιπλέον, η περισσότερη αυτή γνώση ίσως μπορέσει μακροπρόθεσμα να βελτιώσει τη θεραπεία για την υπογονιμότητα. «Η απώλεια της κύησης εξακολουθεί να αποτελεί ταμπού, γνωρίζοντας όμως τέτοιες πληροφορίες, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα και να αποδείξουμε πως είναι κάτι φυσιολογικό.
Ταυτόχρονα, μια μεγαλύτερη κατανόηση των μηχανισμών πίσω από το βιολογικό μας ρολόι και τη γυναικεία γονιμότητα μπορεί να επιτρέψει να ελέγξουμε καλύτερα τη διάσπαση των ωαρίων. Είτε μέσα στα ίδια τα ωάρια είτε κατά τις αρχικές διαδικασίες
στην εξωσωματική γονιμοποίηση» συμπληρώνει.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που πρέπει να θυμάστε είναι πως η ανθρώπινη αναπαραγωγή είναι μία πολύ σύνθετη διαδικασία και δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από την εξατομίκευση στην όποια θεραπευτική προσέγγιση. Για εμάς αυτό είναι προτεραιότητα, και αποτελεί το μυστικό της επιτυχίας μας, ακόμα και σε πολύ δύσκολα περιστατικά υπογονιμότητας.
Πάντα όμως λαμβάνοντας υπόψη και την ασφάλεια της ασθενούς.