Σύμφωνα με μια νέα μελέτη που μόλις δημοσιεύτηκε στο BJOG – An International Journal of Obstetrics and Gynaecology, οι γυναίκες που έχουν μικρά διαστήματα μεταξύ των κυήσεων τους, κάτω από 18 μήνες, είναι πιο πιθανό να παρουσιάσουν μια μείωση στη διάρκεια της επόμενης εγκυμοσύνης τους. Η μελέτη αυτή, που πραγματοποιήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, χρησιμοποίησε τα δεδομένα από 454.716 γεννήσεις ζώντων νεογνών από γυναίκες με δύο ή περισσότερες εγκυμοσύνες κατά τη διάρκεια μιας εξαετούς περιόδου. Οι ερευνητές εξέτασαν την επίδραση που είχε ένα μικρό, ανεπαρκές, χρονικό διάστημα από τη μια γέννηση στην άλλη, σχετικά με τη διάρκεια της επόμενης εγκυμοσύνης.
Οι ερευνητές όρισαν ως διάστημα ανάμεσα στις εγκυμοσύνες IPI (Interpregnancy interval) το διάστημα που μεσολαβεί από την ημερομηνία του άμεσου τοκετού έως τη χρονική στιγμή της σύλληψης σε επόμενη εγκυμοσύνη. Οι ερευνητές χώρισαν τις γυναίκες με μικρά IPI σε δύο ομάδες, μία πρώτη με IPI λιγότερο από 12 μήνες και μία δεύτερη με IPI μεταξύ 12-18 μήνες, τις οποίες σύγκριναν με τις γυναίκες που θεωρήθηκαν πως έχουν ένα βέλτιστο IPI, δηλαδή 18 μήνες ή περισσότερο.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι μητέρες με μικρότερα IPI είχαν περισσότερες πιθανότητες να γεννήσουν πριν από τις 39 εβδομάδες κύησης, σε σύγκριση με τις γυναίκες με τη βέλτιστη απόσταση ανάμεσα στις γεννήσεις. Όταν το IPI ήταν λιγότερο από 12 μήνες, το 53,3% των γυναικών είχαν τοκετό νωρίτερα από τις 39 εβδομάδες, σε σύγκριση με το 37,5% των γυναικών με βέλτιστο IPI. Τοκετός μετά την πιθανή ημερομηνία (άνω των 40 εβδομάδων) εμφανίστηκε λιγότερο συχνά σε γυναίκες με μικρό IPI (λιγότερο από 12 μήνες) δηλαδή 16,9% σε σύγκριση με 23,1% για ένα σύνηθες IPI. Επιπλέον, το ποσοστό των πρόωρων γεννήσεων πριν από τις 37 εβδομάδες κύησης ήταν υψηλότερο στις γυναίκες που συνέλαβαν μετά από ένα σύντομο IPI (λιγότερο από 12 μήνες). Πιο συγκεκριμένα οι πιθανότητες ήταν σχεδόν διπλάσιες, 20,1% έναντι 7,7% όταν το IPI ήταν μικρότερο από 12 μήνες σε σχέση με το φυσιολογικό.
Οι συγγραφείς καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι σύντομα χρονικά διαστήματα μεταξύ των κυήσεων μπορεί να οδηγήσουν σε μειωμένη διάρκεια της επόμενης εγκυμοσύνης συνολικά και ότι οι γυναίκες πρέπει να ενημερώνονται σχετικά με τη σημασία της βέλτιστης απόστασης μεταξύ των κυήσεων, κυρίως για τη μείωση των ποσοστών του πρόωρου τοκετού.
Η Emily DeFranco, επίκουρη καθηγήτρια έμβρυομητρικής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Cincinnati College of Medicine στο Οχάιο και το Κέντρο για την Πρόληψη του Πρόωρου Τοκετού, η οποία συμμετείχε στη μελέτη, δήλωσε: “Το μικρό χρονικό διάστημα ανάμεσα στις κυήσεις είναι ένας γνωστός παράγοντας κινδύνου για πρόωρο τοκετό, ωστόσο, αυτή η νέα έρευνα δείχνει ότι η ανεπαρκής απόσταση ανάμεσα στις κυήσεις συνδέεται με μικρότερη συνολική διάρκεια της εγκυμοσύνης. Αυτή η μελέτη έχει πιθανώς μεγάλη κλινική σημασία όσον αφορά στη μείωση του συνολικού ποσοστού των πρόωρων γεννήσεων σε όλο τον κόσμο μέσα από τη σωστή ενημέρωση των γυναικών σχετικά με τη σημασία της επαρκούς απόστασης από τη μια γέννα στην άλλη, εστιάζοντας κυρίως στις γυναίκες που γνωρίζουμε πως έχουν προδιάθεση/ είναι υψηλού κινδύνου για πρόωρο τοκετό”.
Ο John Thorp, Αναπληρωτής -Editor-in-Chief του BJOG δήλωσε: «Γνωρίζουμε ότι η ανεπαρκής απόσταση ανάμεσα στις κυήσεις συνδέεται με πιο δυσμενή έκβαση της επόμενης εγκυμοσύνης, συμπεριλαμβανομένου του πρόωρου τοκετού. Αυτή η μεγάλη πληθυσμιακή μελέτη ενισχύει περαιτέρω τη γνώση αυτή και δίνει μεγαλύτερη έμφαση στη σημασία της βέλτιστης απόστασης από τον πρόσφατο τοκετό έως τη σύλληψη σε επόμενη εγκυμοσύνη, ιδανικά 18 μήνες ή περισσότερο, ιδίως μεταξύ των γυναικών με επιπρόσθετους παράγοντες κινδύνου για πρόωρο τοκετό.
Reference
Emily A DeFranco, DO, MS, Shelley Ehrlich, MD, ScD, MPH, Louis J Muglia, MD, PhD. Influence of interpregnancy interval on birth timing. BJOG 2014; https://dx.doi.org/10.1111/1471-05